- άσπερμος
- -η, -ο (Α ἄσπερμος, -ον)(για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ.«άσπερμος σταφιδάμπελος»)νεοελλ.χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» — αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί)αρχ.1. χωρίς σπέρμα, χωρίς απογόνους («ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφαντος», Όμ.)2. (για γυναίκα) η χωρίς άντρα, η άγονη3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει σπέρμα («τὰ μὲν πολύσπερμα, τὰ δ' ἄσπερμα πάμπαν», Αριστοτ.)4. (για την ψυχή) αυτή που δεν επιδέχεται καλλιέργεια και διάπλαση5. (για διδασκαλία) εκείνη που δεν καρποφορεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σπερμος < σπέρμα (πρβλ. ολιγόσπερμος, πάνσπερμος)].
Dictionary of Greek. 2013.